- συνθεάτρια
- ἡ, Αβλ. συνθεατής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνθεατής — και αττ. τ. ξυνθεατής, ό, θηλ. συνθεάτρια, Α [συνθεῶμαι] 1. αυτός που κάθεται και παρακολουθεί θέατρο μαζί με άλλον 2. το θηλ. (για ηθοποιούς, μίμους) συνάδελφος ηθοποιός … Dictionary of Greek